προστυχαίνω

προστυχαίνω
(αόρ. προστύχηνα) 1. μετ. снижать качество, сортность (товара);
2. αμετ. 1) портиться, терять свои κέчества, становиться хуже; 2) становиться подлым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προστυχαίνω" в других словарях:

  • προστυχαίνω — και προστυχεύω προστύχεψα 1. μτβ., κάνω κάτι πρόστυχο, χαλνώ την ποιότητά του: Άρχισαν να τα προστυχαίνουν τα εντομοκτόνα. 2. αμτβ., γίνομαι πρόστυχος, χειρότερος σε ποιότητα: Προστύχεψε ο κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστυχαίνω — Ν βλ. προστυχεύω …   Dictionary of Greek

  • προστυχεύω — και προστυχαίνω Ν [πρόστυχος] 1. μτφ. α) καθιστώ κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζω β) χαλώ την ποιότητα ενός πράγματος («τον τελευταίο καιρό άρχισε να προστυχαίνει τα πράγματά του») 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πρόστυχος β) (για ποιότητα) χειροτερεύω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»